- πλινθοπωλική
- πλινθο-πωλική, ἡ,A right of selling bricks, PFay.36.10 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλινθοπωλική — ἡ, Α το δικαίωμα πώλησης πλίνθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + πωλῶ] … Dictionary of Greek